- ομοθυμία
- η [ομόθυμος]ομοψυχία, ομογνωμοσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομοψυχία — η (Α ὁμοψυχία) [ομόψυχος] ομοθυμία, ομοφροσύνη, σύμπνοια, ομόνοια … Dictionary of Greek
ομόγνωμος — η, ο (Α ὁμόγνωμος, ον) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμόγνωμον ομοθυμία. επίρρ... ὁμογνώμως (Α) με σύμφωνη γνώμη, με την ίδια γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. πολύ γνωμος] … Dictionary of Greek
συνδιάθεσις — έσεως, ἡ, ΜΑ [συνδιατίθημι] ομοθυμία, συμφωνία … Dictionary of Greek
συνομοψυχία — ἡ, Μ το να έχει κανείς την ίδια ψυχική διάθεση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμοψυχία «ομοθυμία, ομόνοια»] … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱԿԱՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0015 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c, 14c գ. ὀμοθυμία, ὀμόνοια unanimitas, concordia, consensus. Միութիւն եւ միաբանութիւն կամաց եւ խորհրդոց. կամակցութիւն. սրտակցութիւն. կամակար հաւանութիւն: Զաստուծոյ ասի, ըստ ինքեան.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԻԱԿԱՄՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0265 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. ὀμόνοια, ὀμοθυμία concordia, unanimitas, una voluntas vel sententia. Միակամն լինել. մի կամք. համակամութիւն. միաբան հաւանութիւն. միաբանութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)